- ντεμί σαιζόν
- άκλ.1. η εποχή τού χρόνου μεταξύ τού χειμώνα και τού καλοκαιριού ή μεταξύ τού καλοκαιριού και τού χειμώνα, δηλ. η άνοιξη και το φθινόπωρο, αντίστοιχα2. ως επίθ. (για ενδύματα) κατάλληλος για την άνοιξη και το φθινόπωρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. demi-saison < demi «μισός» + saison «εποχή»].
Dictionary of Greek. 2013.